ανάριμα

ανάριμα
το
(από το αναρίχνω), κορμοστασιά: Στέκονταν και καμάρωναν τ' ανάριμά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”